καλλωπίζω

καλλωπίζω
(AM καλλωπίζω)
1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.)
2. μέσ. καλλωπίζομαι
κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και καλλωπίζεται μπροστά στον καθρέφτη»)
μσν.-αρχ.
μέσ. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι («καλλωπιζομένους καὶ ὅπλοις καὶ ἵπποις καὶ ἅρμασι», Ξεν.)
αρχ.
1. επιδεικνύομαι, καμαρώνω
2. προσποιούμαι, κάνω πως δεν θέλω («παῡσαι πρός με καλλωπιζόμενος», Πλάτ.)
3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (για λογοτεχνικό ύφος) κεκαλλωπισμένος, -η, -ο
ο επιτηδευμένος, ο κομψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -ωπίζω < (* ὤψ «πρόσωπο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλλωπίζω — beautify the face pres subj act 1st sg καλλωπίζω beautify the face pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίζω — καλλωπίζω, καλλώπισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλλωπίζω — καλλώπισα, καλλωπίστηκα, καλλωπισμένος, κάνω κάτι ωραίο, ευπρεπίζω, στολίζω: Καλλωπίστηκε και βγήκε βόλτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλλωπίζεσθε — καλλωπίζω beautify the face pres imperat mp 2nd pl καλλωπίζω beautify the face pres ind mp 2nd pl καλλωπίζω beautify the face imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίζετε — καλλωπίζω beautify the face pres imperat act 2nd pl καλλωπίζω beautify the face pres ind act 2nd pl καλλωπίζω beautify the face imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίζῃ — καλλωπίζω beautify the face pres subj mp 2nd sg καλλωπίζω beautify the face pres ind mp 2nd sg καλλωπίζω beautify the face pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσει — καλλωπίζω beautify the face aor subj act 3rd sg (epic) καλλωπίζω beautify the face fut ind mid 2nd sg καλλωπίζω beautify the face fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσω — καλλωπίζω beautify the face aor subj act 1st sg καλλωπίζω beautify the face fut ind act 1st sg καλλωπίζω beautify the face aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσῃ — καλλωπίζω beautify the face aor subj mid 2nd sg καλλωπίζω beautify the face aor subj act 3rd sg καλλωπίζω beautify the face fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκαλλωπισμένα — καλλωπίζω beautify the face perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκαλλωπισμένᾱ , καλλωπίζω beautify the face perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκαλλωπισμένᾱ , καλλωπίζω beautify the face perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”